υψίνοια

υψίνοια
η, Ν
υψηλοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υψίνους. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Θ. Μανούση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υψίνους — ουν / ὑψίνους, ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑψίνοος, ον, Α υψηλόφρων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υψίνουν υψίνοια, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + νόος / νοῦς (πρβλ. πολύ νους)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”